- συμμονη
- συμμονήσυμ-μονήἥ сплоченность, связность, сцепление Plut., Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμμονή — holding together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμονή — ἡ, Α 1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο 2. γραμμ. άμεση σχέση 3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο 4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο 5. συμβίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μονή (< μένω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
συμμονῆς — συμμονή holding together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμονήν — συμμονή holding together fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)